μελόκακτος

μελόκακτος
Βλ. λ. κακτίδες.
* * *
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κακτίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μηλόκακτος — ο βλ. μελόκακτος …   Dictionary of Greek

  • κάκτοι — Κοινή ονομασία μιας ομάδας παχυφύτων, που ανήκουν στην οικογένεια των κακτιδών (δικοτυλήδονα, περίπου 1.500 είδη). Περιλαμβάνει χυμώδη φυτά, χαρακτηριστικά των υποτροπικών και τροπικών ερημικών περιοχών, διαδεδομένα ιδιαίτερα στο Μεξικό και στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”